Τετάρτη 3 Ιουλίου 2024

Εσένα η αμφισβήτηση θα σε οδηγήσει στην πίστη...

 


Ένας νεαρός, ο οποίος είχε σπουδάσει ηλεκτρονικός, ακούγοντας τόσα πολλά γιά τον γέροντα Παΐσιο, υποπτευόταν ότι ο γέροντας είχε τοποθετήσει στην στέγη της Καλύβης του, στον φράχτη και στον γύρω χώρο, κεραίες, μικρόφωνα και πομπούς, γιά να καταγράφει τις συνομιλίες των επισκεπτών και να παρουσιάζεται ύστερα ως διορατικός... Αποφάσισε λοιπόν να τον επισκεφθή, γιά να ερευνήσει, αν θα μπορούσε, τον χώρο.

Ενώ επερίμενε έξω από τον φράχτη στην Παναγούδα μαζί με άλλους είκοσι περίπου επισκέπτες (αυτός ήταν από τους τελευταίους), εβγήκε ο Όσιος, εσήκωσε το χέρι του και δείχνοντάς τον φώναξε:

«Ε, παλληκάρι, έλα εσύ μπροστά, σε παρακαλώ».

«Σε εμένα μιλάτε;», ρώτησε εκείνος.

«Ναι, σ’ εσένα».

Ο Όσιος άνοιξε την πόρτα, τον επήρε και επήγαν πίσω από το Καλύβι.

«Κάθησε, Στυλιανέ», του είπε. Αυτό ήταν το πρώτο «χαστούκι» που εδέχθηκε η λογική του νέου. Ο Όσιος εκάθησε δίπλα του, του έδειξε την σκεπή και τον ερώτησε:

«Βλέπεις τίποτε περίεργο στην σκεπή μου;»

«Όχι, είπε», ο νέος κοιτάζοντας την σκεπή.

«Έχω μία κεραία κρυμμένη εκεί επάνω…», είπε ο Όσιος και, πριν προλάβει ο νεαρός να συνέλθη, συνέχισε ο Όσιος:

«Βλέπεις τίποτε περίεργο μέσα στους θάμνους;».

«Όχι, γέροντα», απάντησε και πάλι ο νέος.

«Έχω…», του είπε, «κρυμμένο ένα μηχάνημα που γράφει αυτά που λένε οι άνθρωποι και μετά κοροϊδεύω τον κόσμο ότι κάνω θαύματα! Εσύ γιατί ήλθες; Εμένα τί με θέλεις τώρα;».

Ο νέος άρχισε να κλαίει…

«Μη στενοχωριέσαι, Στυλιανέ», του είπε τότε ο Όσιος. «Οι καιροί είναι πονηροί, και καλά κάνεις που αμφισβητείς. Εσένα η αμφισβήτηση θα σε οδηγήσει στην πίστη. Αυτός είναι ο δρόμος σου. Γιά κανόνα, τώρα, πήγαινε και μοίρασε λουκούμι και νερό στους άλλους και έλα κάποια άλλη φορά να τα πούμε!»!!!

πηγή