Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς
Την εποχή που ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός σταυρώθηκε για το ανθρώπινο γένος, υπήρχε στις τάξεις του ρωμαϊκού στρατού της Ρώμης στα Ιεροσόλυμα κάποιος Ελιόζ (ραβίνος ), της πόλεως Μτσχέτα. Η μητέρα του είχε ακούσει για τον Χριστό και σ’ Αυτόν πίστευε με όλη την καρδιά της. Αποχαιρετώντας τον γιό της, ο οποίος στρατευόταν στην Παλαιστίνη, τον συμβούλευσε να μην κάνει τίποτε εναντίον του Χριστού.
Όταν οι δήμιοι προσήλωναν τον Χριστό επάνω στον Σταυρό, ο κτύπος του σφυριού στον Γολγοθά διαπέρασε τα αυτιά της μητέρας του Ελιόζ, που βρίσκονταν στην πόλη Μτσχετα. Στο άκουσμά του η γυναίκα φώναξε:”Αλίμονο σ’ εμένα την τάλαινα, που δεν πέθανα νωρίτερα. Ο θάνατος θα με είχε γλυτώσει από τον φρικτό αυτό ήχο!” Μόλις τελείωσε τη φράση της σωριάστηκε νεκρή.
Εκείνες τις ημέρες ο Ελιόζ βρισκόταν κάτω από τον Σταυρό στον Γολγοθά: έριχνε κλήρο για τον Χιτώνα του Χριστού, μαζί με τους άλλους στρατιώτες της φρουράς. Αυτός κέρδισε τον Χιτώνα, έφερε μαζί του το ιερό κειμήλιο πίσω στη Μτσχέτα και το χάρισε στην αδελφή του, Σιδωνία. Μόλις έμαθε εκείνη για τον μαρτυρικό Θάνατο του Κυρίου και για το γεγονός πως ο αδελφός της είχε συμμετάσχει στο έγκλημα, στο οποίο χύθηκε αίμα αθώου, έπεσε νεκρή κρατώντας σφιχτά στα χέρια της τον Χιτώνα του Χριστού· τόσο σφιχτά, ώστε κανείς δεν μπόρεσε να της τον αποσπάσει, με αποτέλεσμα να ενταφιαστεί μαζί της. Ένας κέδρος ανεφύη απ τον τάφο της και ανέβλυσε μύρο ιαματικό.
Εν καιρώ όμως το δένδρο αυτό κόπηκε και στη θέση του σκαλίστηκε ένας στύλος. Με τις προσευχές της Αγίας Νίνας (της Ισαποστόλου – 14 Ιανουαρίου ), ένας άγγελος ύψωσε πάνω απ τον τάφο αυτόν τον στύλο που έλαμπε και τον ακούμπησε επάνω στον, σκαλισμένο στο ξύλο, στυλοβάτη. Ο βασιλιάς Μιριάν (265-342), αφού βαπτίστηκε χριστιανός, ανήγειρε στο σημείο εκείνο μία Εκκλησία αφιερωμένη στους αγίους Αποστόλους.
Το έτος 1625 ο σάχης Αμπάς πήρε τον Χιτώνα και τον έστειλε στην Μόσχα ως δώρο, στον τσάρο Μιχαήλ Φιοντόροβιτς (Ρωμανόφ, 1613-1645) και στον πατριάρχη Φιλάρετο. Κατατέθηκε στον καθεδρικό ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, στη Μόσχα.