(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)
Φθάσαντες δε εκεί εκρέμασαν πρώτον το σχοινίον, διά να ιδή και να τρομάξη ο άγιος [ο Οσιομάρτυρας Λουκάς], έπειτα επέρασαν και την θηλείαν εις το λαιμόν του, και μετά ολίγην διορίαν, του λέγει ο κολιντζήμπασης [τούρκος αξιωματούχος]· κάμε σαλαβάτι [ομολογία μωαμεθανικής πίστεως], ότι θε να σε κρεμάσω.
Ο μάρτυς, τον Χριστόν μου προσκυνώ και πιστεύω.
Άλλος του λέγει, ας έλθη ο Χριστός να σε γλυτώση.
Λέγει του ο μάρτυς· δεν θέλω να με γλυτώση, εδώ θέλω να αποθάνω διά την αγάπην του.
Τέλος πάντων, έσυραν το σχοινίον και τον εκρέμασαν· και προσευχόμενος, χωρίς να ταράξη, και να κινήση κανένα του μέλος, παρέδωκεν εν ειρήνη την αγίαν του ψυχήν εις χείρας Θεού, και έλαβε παρ’ αυτού του μαρτυρίου τον στέφανον, εις τους χιλίους οκτακοσίους δύο χρόνους από Χριστού, Μαρτίου κγ’ ημέρα Κυριακή, ώρα δευτέρα.
Εκρέματο δε εκεί το ιερώτατόν του σώμα τρεις ημέρας και τρεις νύκτας θεοχαρίτωτον, και ήσαν κλεισμένοι οι οφθαλμοί του και το στόμα του, και εφαίνετο πως κοιμάται, και όχι πως πάσχουν τα νεκρά σώματα· ούτε μύγα, ούτε κανένα άλλο ζωΰφιον δεν επλησίασε να του εγγίξη, και το θαυμασιώτερον των άλλων ήτον, η άρρητος ευωδία όπου εξήρχετο από αυτό, την οποίαν ακούσας και ο γέροντάς του, έβγαλε τα αγιορείτικα ράσα, και εφόρεσε τα του εφημερίου, διά να μη γνωρίζεται, και διαπερνώντας συχνά, αισθάνετο την πνευματικήν εκείνην ευωδίαν, χαίρων και αγαλλόμενος, και δοξάζων εξ όλης ψυχής τον εν τοις αγίοις αυτού δοξαζόμενον Θεόν.
Μάλιστα δε του Ευαγγελισμού την ημέραν απορρίψας πάντα φόβον, εκάθητο πλησίον του αγίου λειψάνου από τας εξ ώρας της ημέρας, έως εις τας εννέα, διά να αισθάνεται την ευωδίαν εκείνην.
Οι δε λοιποί Χριστιανοί φοβούμενοι να πλησιάσουν, και να δείξουν την προς τον μάρτυρα ευλάβειάν τους, διά τους φύλακας αγαρηνούς, διέβαινον περαστικοί, και βλέποντες το άγιον λείψανον, και αισθανόμενοι την εξ αυτού ευωδίαν, εδόξαζον τον Θεόν χαίροντες, ότι ενίσχυσεν ένα τέτοιον παιδίον να αγωνισθή, και να νικήση, και να καταισχύνη τους ορατούς και αοράτους εχθρούς.
Τέλος πάντων μετά τρεις ημέρας εκατέβασαν το άγιον λείψανον, και βαλόντες αυτό εις πλοίον επήγαν εις το πέλαγος, και εκεί έδεσαν εις τον λαιμόν του μίαν πέτραν ομού και το άγιον λείψανον, το έρριψαν εις την θάλασσαν, εις βάθος υπέρ τας τριάκοντα οργυιάς, διά να μη το βγαλη η θάλασσα έξω εις την ξηράν, και το εύρουν οι Χριστιανοί.
Αλλά και εδώ εθαυμάστωσεν ο Θεός τον νέον αυτού μάρτυρα, ότι το μέγα εκείνο βάρος της πέτρας, ωσάν να ήτον ένα ελαφρότατον πτερόν, το έσερνε το άγιον λείψανον, και έπλεε με θαύμα και έκπληξιν των ορώντων, και Χριστιανών και αγαρηνών, επάνω εις τα κύματα της θαλάσσης.
Και έξαφνα την ώραν εκείνην άνεμος φοβερώτατος πνεύσας, τόσον ετάραξε την θάλασσαν, οπού εάν δεν ήσαν Χριστιανοί μέσα εις το πλοίον, ήθελε το καταπόντιση παρευθύς. Και οι μεν Χριστιανοί είχον την ελπίδα της σωτηρίας τους εις τον άγιον, οι δε Τούρκοι εταράχθησαν πολλά, και έχασαν τας φρένας τους, βλέποντες παράδοξα πράγματα· διότι η φοβερά εκείνη φορτούνα, ήτον μόνον τριγύρου εις το πλοίον, και το άλλο πέλαγος όλον, ήτον ήσυχον και ατάραχον· ο άνεμος ήτον σφοδρότατος, και το καΐκι με όλα τα πανία ανοιχτά έμενεν ακίνητον εις ένα τόπον, και από όλα τα μέρη το εσκέπαζαν τα φοβερά εκείνα κύματα.
Όθεν με φόβον και τρόμον ανεκδιήγητον, έλεγεν ο κολιντζήμπασης εις τον κολιντζήν τον Χριστιανόν, τι είναι τούτο Γιαννάκη; και δεν το καταλαμβάνεις του λέγει, τι είναι; βλέπεις εις το άλλο πέλαγος φουρτούναν; φυσά εκεί άνεμος; εδώ μόνον, και ακόμη έρωτας τι είναι; οργή Θεού είναι, και θε να μας πνίξη, επειδή τούτος όπου ερρίψατε εις την θάλασσαν, είναι άνθρωπος του Θεού, και έπρεπε να τον αφήσετε να τον θάψουν οι Χριστιανοί.
Και εγώ το ήθελα, λέγει, και ο αγάς το ήθελε, να το δώσωμεν εις τους Χριστιανούς, διά να πάρωμεν άσπρα [χρήματα], μα τι να κάμωμεν, όπου οι εντόπιοι δεν ήθελαν;
Τέλος πάντων, το καΐκι το έρριψεν έξω η θάλασσα, και εσυντρίφθη, και μόλις εγλύτωσαν οι άνθρωποι· το δε άγιον λείψανον εβγήκεν έξω την νύκτα εκείνην, και το εκήδευσαν κρυφίως τινές Χριστιανοί.
Ο δε ευλογημένος παπά Βησσαρίων αγνοών τούτο, έχαιρε μεν διά την λαμπρόν νίκην του μάρτυρος, και διά τι επλήρωσε την εντολήν του πνευματικού παπά Ανανίου, όπου του είπε, σου τον παραδίδω να τον επιμεληθής έως θανάτου, έχαιρε λέγω, και με χαρμόσυνα δάκρυα εδόξαζε τον Θεόν διά πάντα τα γενόμενα, ελυπείτο όμως καθ’ υπερβολήν διά το άγιον λείψανον.
Λοιπόν την αυτήν νύκτα, φαίνεται ο άγιος, και του λέγει, μη λυπήσαι πάτερ, έξω από την θάλασσαν είμαι.
Ερευνήσας δε την ακόλουθον ημέραν, έμαθεν, ότι εξήλθε, και το ενταφίασαν τινές κρυφίως· πλην αγκαλά [αν και] και το άγιον λείψανον είναι κεκρυμμένον, όμως η εν αυτώ θεία χάρις φαίνεται, και ενεργεί θαυματουργίας εις τους πιστούς.