Υπό του Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη
<<... Μεταξύ των υπαρχόντων ιερέων, υπάρχουσιν ακόμη πολλοί ενάρετοι και αγαθοί, εις τας πόλεις και εις τα χωρία. Είναι τύποι λαϊκοί, ωφέλιμοι, σεβάσμιοι. Ας μην εκφωνώσι λόγους. Ηξεύρουσιν αυτοί άλλον τρόπον, πώς να διδάσκωσι το ποίμνιον!
Γνωρίζω ένα ιερέα εις τας Αθήνας, τον παπά-Νικόλα τον Πλανά. Είναι ο ταπεινότερος των ιερέων και ο απλοϊκότερος των ανθρώπων! Διά πάσαν Ιεροπραξίαν, αν του δώσης μίαν δραχμήν η πενήντα λεπτά η μίαν δεκάραν, τα παίρνει. Αν δεν του δώσης τίποτε, δεν ζητεί. Διά τρεις δραχμάς, εκτελεί ολόκληρον Παννύχιον Ακολουθίαν! Απόδειπνον, Εσπερινόν, Όρθρον, Ώρας, Θ. Λειτουργίαν! Το όλον, διαρκεί εννέα ώρας! Αν του δώσης μόνον δύο δραχμάς, δεν παραπονείται...
Κάθε ψυχοχάρτι, φέρον τα μνημονευτέα ονόματα των τεθνεώτων, αφού άπαξ του το δώσης, το κρατεί διά πάντοτε! Επί δύο, τρία, τέσσαρα, πέντε έτη εξακολουθεί να μνημονεύη τα ονόματα, δι' είκοσι λεπτά, τα οποία του έδωκες εισάπαξ. Εις κάθε προσκομιδήν, μνημονεύει δύο η τρεις χιλιάδας ονόματα! Δεν βαρύνεται ποτέ! Η προσκομιδή παρ' αυτώ διαρκεί δύο ώρας! Η Θεία Λειτουργία άλλας δύο! Εις την απόλυσιν της Λειτουργίας, όσα κομμάτια έχει εντός του Ιερού, από πρόσφορα η αρτοκλασίαν, τα μοιράζει όλα εις όσους τύχουν! Δεν κρατεί σχεδόν τίποτε!
Μίαν φοράν, έτυχε να χρεωστή μικρόν χρηματικόν ποσόν, και ήθελε να το πληρώση. Είχε δέκα ή δεκαπέντε δραχμάς, όλα εις χαλκόν και επί δύο ώρας εμετρούσεν-εμετρούσε και δεν ημπορούσε να τα εύρη πόσα ήσαν. Τέλος, εις άλλος χριστιανός έλαβε τον κόπον και του τα εμέτρησεν.
Είναι ολίγον τι βραδύγλωσσος, και περισσότερον αγράμματος. Εις τας ευχάς, τας περισσοτέρας λέξεις τας λέγει ορθάς, εις το Ευαγγέλιον τας περισσοτέρας εσφαλμένας. Θα ειπήτε: Διατί η αντίθεσις αυτή; Αλλά τας ευχάς, τας ιδίας απαγγέλλει καθ' εκάστην, ενώ την δείνα περικοπήν του Ευαγγελίου, θα την αναγνώση άπαξ η δις ή, το πολύ, τρις του έτους, εξαιρέσει ωρισμένων περικοπών, συχνά αλλ' ατάκτως επανερχομένων, ως εις τους Αγιασμούς και τας Παρακλήσεις.
Τα λάθη, όσα κάμνει εις την ανάγνωσιν, είναι πολλάκις κωμικά. Και όμως, εξ όλων των ακροατών του, εξ όλου του εκκλησιάσματος, κανείς μας δεν γελά. Διατί; Τον εσυνηθίσαμεν, και μας αρέσει. Είναι αξιαγάπητος! Είναι απλοϊκός και ενάρετος! Είναι άξιος του πρώτου των Μακαρισμών του Σωτήρος!!
Τώρα, υποθέσατε δύο υποθέσεις, μίαν αδύνατον, και μίαν δυνατήν.
Υποθέσατε ότι, αυτός ο ίδιος ιερεύς είχεν εξέλθει από ιεροδιδασκαλείον, παλαιόν η νέον. Θα είχε διαφοράν επί το βέλτιον; Θα ήτο πασαλειμμένος με ολίγα ατελή, κακοχώνευτα και συγκεχυμένα γράμματα, με περισσοτέραν οίησιν και αξιώσεις… Θα ήτο διά τούτο καλύτερος;;>>!!
«Ιερείς των πόλεων και Ιερείς των χωρίων»
(απόσπασμα Διηγήματος).
Πρώτη δημοσίευση στο λεύκωμα:
«Η Ελλάς κατά τους Ολυμπιακούς Αγώνας του 1896»,
του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη.